ισλαμισμός

ισλαμισμός
Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570-632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι. αναφέρεται επίσης, ανάλογα με την ιστορική περίοδο, και ως μουσουλμανισμός ή μωαμεθανισμός. Ο ι. γεννήθηκε στο αραβικό περιβάλλον. Στην Αραβία, κατά τον 7o αι., υπήρχε μια μορφή πρωτόγονου σημιτικού παγανισμού (πολυάριθμοι θεοί και θεές, ελάχιστα προσωποποιημένοι, που συχνά συμβολίζονταν με πέτρες), υπήρχε όμως και ισχυρή απήχηση του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού, του μανιχαϊσμού και άλλων γνωστικών αιρέσεων. Ο ι. αντιπροσώπευε την αντίδραση ενός τμήματος της αραβικής ανώτερης τάξης, προπάντων των Αράβων των οάσεων-πόλεων (κυριότερες από αυτές ήταν η Μέκκα, όπου γεννήθηκε ο Μωάμεθ, και η Γιαθρίμπ, η οποία ονομάστηκε αργότερα Μεδίνα), εναντίον του ξεπερασμένου πλέον σχήματος φυλετικής-νομαδικής οργάνωσης, που είχε ιδεολογία τον αραβικό παγανισμό. Ουσία του αρχέγονου ι. ήταν ο απόλυτος μονοθεϊσμός, η έννοια της τελικής κρίσης και μια νέα, ανώτερη ηθική. Οι πρώτοι μουσουλμάνοι καταδιώχτηκαν και κατέφυγαν από τη Μέκκα (όπου είχε γεννηθεί ο ι. ύστερα από τα οράματα του Μωάμεθ, που ονομάζεται Προφήτης για τους μουσουλμάνους) στη Γιαθρίμπ (το 622, έτος από το οποίο αρχίζει και η μουσουλμανική χρονολόγηση). Εκεί γεννήθηκε ο πρώτος πυρήνας του μουσουλμανικού κράτους. Η φυγή αυτή είναι γνωστή ως εγίρα, από την αραβική λέξη χίτζρα, που σημαίνει χωρισμός και απόσχιση από τους φυλετικούς δεσμούς. Με την κατάληψη της Μέκκας (630) πρώτα από τον Μωάμεθ και ύστερα από τους χαλίφηδες (χαλίφα = διάδοχος του Προφήτη στην ηγεσία της κοινότητας), άρχισε η εξάπλωση του ι., με κατακτητικούς πολέμους που μέσα σε λίγα χρόνια έφεραν τους νέους μονοθεϊστές από τις ατλαντικές ακτές του Μαρόκου έως τη Δύση, τις Ινδίες και την Ανατολή. Η δύναμη του ι. δεν βρίσκεται μόνο στο ότι ίδρυσε κράτη με αποκλειστική αρχή την κοινότητα πίστης αλλά και στο ότι επεξεργάστηκε, με βάση τη θεία αποκάλυψη (Κοράνι), ένα δεοντολογικό σύστημα που περιλαμβάνει κάθε πλευρά της ζωής και κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Από τον ολοκληρωτικό αυτό χαρακτήρα, στον οποίο ενσωματώνεται και μια αξίωση παγκοσμιότητας που υπήρξε και η βασική αιτία της επέκτασής του, προέρχεται και ο πολιτισμικός χαρακτήρας του ι. Αυτή η πλευρά της νέας θρησκείας έβαλε τη σφραγίδα της σε κάθε καλλιτεχνική και θεωρητική εκδήλωσή της και συνετέλεσε στην απορρόφηση –μέσα από την προσπάθεια συμφιλίωσης– των επιμέρους στοιχείων των πολιτισμών με τους οποίους ήρθε σε επαφή. Ιστορία. Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632), η Αραβία, ενωμένη υπό την ηγεσία αιρετών χαλίφηδων (Αμπού Μπακρ, Ομάρ, Οσμάν, Αλή), εξαπολύθηκε προς την Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αρμενία, την κεντρική Ασία και τις Ινδίες. Η δυναστεία των Ομεϊάδων (661-750), την οποία ίδρυσε ο Moαουίγια (Μωαβίας των Βυζαντινών), εγκαινίασε το κληρονομικό χαλιφάτο και, αφού μετέτρεψε το κράτος σε μια δυσκίνητη γραφειοκρατική μηχανή, μετέφερε την πρωτεύουσα στη Δαμασκό. Η δυναστεία άρχισε την επίθεσή της κατά της Ευρώπης με έναν τεράστιο ελιγμό, ο οποίος όμως εξουδετερώθηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης (716) από τον Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο και στη συνέχεια στο Πουατιέ (732) από τον Κάρολο Μαρτέλο. Οι ήττες αυτές, αν και εμπόδισαν την προέλαση, δεν κατάφεραν ωστόσο να αναχαιτίσουν την εγκατάσταση των Αράβων στην Ιβηρική χερσόνησο, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες ζώνες της Ασίας, ενώ η δυναστεία των Αββασιδών (750-945), της οποίας ιδρυτής ήταν ο Αμπούλ Αμπάς, αφού κατέσφαξε τους Ομεϊάδες, οδήγησε και πάλι το κράτος στην αρχαία θρησκευτική-ιερατική μορφή του και μετέφερε την πρωτεύουσα στη Βαγδάτη. Ο μοναδικός από τους Ομεϊάδες που επέζησε ίδρυσε το εμιράτο –και αργότερα χαλιφάτο– της Κορδούης (Κόρντομπα, 756-1236). Άλλα μικρότερα κράτη, θεωρητικά υποταγμένα στον χαλίφη αλλά στην πραγματικότητα μάλλον αυτόνομα, εμφανίστηκαν σε διάφορα σημεία της απέραντης πλέον μουσουλμανικής αυτοκρατορίας, όπως το εμιράτο των Ιδρισιδών στο Μαρόκο (788), των Αγλαβιτών στην Αφρική και στην Τυνησία (800) και των Τουλουνιδών στην Αίγυπτο (868). Η μεγάλη επεκτατική εξόρμηση είχε πια τελειώσει, αλλά ολόκληρη η Δύση είχε αρχίσει να αφομοιώνει τα σημαντικότερα στοιχεία του αραβο-μουσουλμανικού πολιτισμού, που είχε προέλθει από τα σπέρματα των παρακμασμένων πολιτισμών της Αιγύπτου, της Συρίας, της Περσίας αλλά και του Βυζαντίου. Η λεκάνη της Μεσογείου αφομοίωσε τη διδασκαλία των Αράβων, σημειώνοντας έτσι σημαντική πρόοδο, ιδιαίτερα στα πεδία των τεχνών, των επιστημών και της τεχνικής. Η κατάκτηση της Μεσογείου, που πραγματοποιήθηκε όχι πια από τα στρατεύματα του χαλίφη αλλά από τους στρατούς των Αγλαβιτών και Τουλουνιδών εμίρηδων, έγινε μεταξύ 8ου και 10ου αι. Κατελήφθησαν έτσι η Κύπρος, η Κρήτη, μέρος της Σαρδηνίας, η Σικελία και ορισμένα σημεία της Ιταλίας, απ’ όπου ξεκινούσαν συχνές πειρατικές επιδρομές. Η ανομοιογένεια της μουσουλμανικής αυτοκρατορίας (που οφειλόταν στο μέγεθός της, στην αύξηση της δύναμης των εμίρηδων, στο θρησκευτικό σχίσμα μεταξύ σιιτών και σουνιτών και στην πολυπλοκότητα του διοικητικού συστήματος) αφαίρεσε από τον ι. την επιθετική ορμή που είχε ως θεοκρατικό και πατριαρχικό μωαμεθανικό κράτος. Τα ισλαμικά κράτη προτιμούσαν πλέον τις επιδρομές αντί για την εισβολή και οι κάτοικοι της ερήμου γίνονταν ναυτικοί και, κατά συνέπεια, πειρατές. Η όλο και μεγαλύτερη αυτονομία των εμίρηδων εις βάρος του χαλίφη άρχισε να προετοιμάζει το τέλος του ι. Το 910 οι σιίτες της Αφρικής, αντίθετοι προς την ορθοδοξία της Βαγδάτης, επαναστάτησαν και ίδρυσαν χαλιφάτο, το οποίο, υπό την ηγεσία των Φατιμίδων, κυριάρχησε στην Αίγυπτο, σε όλη τη μουσουλμανική Αφρική, στη Συρία και στα νησιά της Μεσογείου. Και στην Κόρντομπα, όμως, οι Ομεϊάδες ίδρυσαν χαλιφάτο (920). Η διάσπαση του ι. σε τρία τμήματα, στην οποία συνετέλεσαν και οι επιθέσεις των Βερβερίνων, των Βυζαντινών, των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών και του χριστιανικού βασιλείου των Αστούριας, υπήρξε το αποφασιστικό βήμα προς την αποσύνθεση. Τέλος, το 1055, οι Σελτζουκίδες, οι οποίοι είχαν προωθηθεί από τις στέπες του Τουρκεστάν έως την Περσία και είχαν ασπαστεί τον ι., επιτέθηκαν κατά της Βαγδάτης και την κατέλαβαν. Άφησαν μια τυπική εξουσία στον χαλίφη, στην πραγματικότητα όμως η πολιτική και στρατιωτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του σουλτάνου. Από εκείνη τη στιγμή η ιστορία του ι. ταυτίζεται με την ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των διαφόρων αυτόνομων κρατών τα οποία είχαν επίσημη θρησκεία τον ι. Θρησκεία. Ολόκληρη η θεολογική διδασκαλία του ι., όπως αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των αιώνων, είναι απόρροια της ομολογίας πίστης: «Δεν υπάρχει (άλλος) θεός ειμή (ο ένας και μοναδικός) ο θεός (Αλλάχ) και ο Μωάμεθ ο προφήτης (ρασούλ = απεσταλμένος, απόστολος) του θεού». Η έρευνα σχετικά με τον θεό είναι πράξη επικίνδυνη και αρχικά η θεολογία ήταν κάτι μάλλον ανεπίτρεπτο: ο άνθρωπος οφείλει να υπακούει στον θεό, όχι να τον εξετάζει ερευνητικά. Ο θεός μιλά στην ανθρωπότητα μέσω προφητών ή απεσταλμένων, οι οποίοι είναι άνθρωποι όπως και οι άλλοι, αλλά έχουν αυθαίρετα εκλεγεί από αυτόν και στέλνονται κατά διάφορες εποχές και σε διάφορους λαούς. Ο Μωάμεθ είναι ο τελευταίος από τους προφήτες («σφραγίδα των προφητών», κατά το Κοράνι). Οι προ του Μωάμεθ προφήτες είχαν δεχτεί και αυτοί κάποιου είδους αποκάλυψη των λόγων του θεού, ο οποίος αποτυπώθηκε αυτούσιος και αναλλοίωτος. Το ιερό βιβλίο του ι. είναι το Κοράνι, το περιεχόμενο του οποίου υπαγορεύτηκε στον Μωάμεθ. Η ιδέα των προφητών έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό. Ο ι. ενσωματώνει στη διδασκαλία του την ύπαρξη του Μωυσή καθώς και του Ιησού, με όλα τα στοιχεία τα οποία του αποδίδει ο χριστιανισμός πλην της ιδιότητας του υιού του θεού, μια και θεωρεί την ενανθρώπιση έννοια απαράδεκτη και βλάσφημη. Με μια τέτοια θρησκευτική αντίληψη δεν έχει νόημα η διαίρεση των εξουσιών: κεφαλή του κράτους (που δεν μπορεί παρά να είναι παγκόσμιο) είναι ο θεός και καταστατικός χάρτης του κράτους το Κοράνι. Οι θεολόγοι και οι νομομαθείς (που στον ι. δεν διαχωρίζονται και πολύ) παραδέχονται και άλλες τρεις «πηγές δικαίου», δηλαδή τη σούνα ή σύνολο παραδόσεων (χαντίθ) οι οποίες αποδίδονται στον Προφήτη, τη συναίνεση (ίτζμα) των νομομαθών, όταν είναι αδύνατον να βρουν τη λύση μιας περίπτωσης στις δύο άλλες πηγές, και τελευταία –η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται με σύνεση– την κιγιάς, τη λογική αναλογία. Στην πορεία διαμορφώθηκαν διάφορες νομικές σχολές που συγκέντρωσαν την πείρα από την προσωπική εντρύφηση στις πηγές αυτές. Τέτοιες σχολές είναι η χαναφιτική (από τον Αμπού Χανίφα, που πέθανε το 767), η σαφιιτική (του Σαφίι, που πέθανε το 820), η μαλικιτική (του Μάλικ, που πέθανε το 796) και η χαμπαλιτική (από τον Ιμπν Χαμπάλ, που πέθανε το 820). Ο ι. δεν έχει καθαυτό δόγματα (οι αποφάνσεις των νομομαθών δεν μπορούν να θεωρηθούν δόγματα και το θεολογικό δόγμα θεωρείται βλασφημία, η αρχαιοελληνική ύβρις) ούτε θρησκευτικά μυστήρια (το μοναδικό μυστήριο είναι η ανεξιχνίαστη θέληση του θεού· κάθε άλλο μυστήριο που ενεργεί αυτόματα θεωρείται μαγεία), συνεπώς ούτε και ιερατείο. Την κοινωνική θέση των ιερέων στον ι. κατέχουν οι νομοδιδάσκαλοι, οι οποίοι χαίρουν μεγάλου σεβασμού. Ο ισλαμικός νόμος, ο οποίος ονομάζεται σαρία, ασχολείται με τα πάντα, από το πώς θα απαγγελθεί η προσευχή έως τις πιο πεζές πράξεις της καθημερινής ζωής. Οι στύλοι του ι., δηλαδή οι θεμελιώδεις διατάξεις του νόμου, που ταυτίζονται με θρησκευτικές εντολές, είναι πέντε: α) η σαχάνταομολογία πίστης είναι η απαγγελία μπροστά σε μάρτυρες της φράσης που αναφέρθηκε προηγουμένως –«ένας είναι ο θεός και ο Μωάμεθ ο απεσταλμένος του»– η οποία καθιστά αυτόματα αυτόν που την απαγγέλλει μουσουλμάνο (η περιτομή, τελετουργία που είναι γενικά παραδεκτή από τον ι., είναι εντολή που προέρχεται από την παράδοση και όχι από το Κοράνι)· β) η σάλατκανονική προσευχή, ένα σύνολο τελετουργικών χειρονομιών που συνοδεύονται από θρησκευτικές τυπικές φράσεις οι οποίες επαναλαμβάνονται πέντε φορές την ημέρα· γ) η νηστεία από το πρωί έως τη δύση του ηλίου κατά τον σεληνιακό μήνα του ραμαντάν (ραμαζάνι)· δ) η ζάκατδεκάτη, ελεημοσύνη για τις ανάγκες της κοινότητας· ε) το χατζ ή προσκύνημα στο ιερό της Κάαβα (του ιερού λίθου στη Μέκκα), το οποίο βρίσκεται στην Αραβία. Η εορτάσιμη ημέρα για τους μουσουλμάνους είναι η Παρασκευή, ημέρα –όπως η Κυριακή για τους χριστιανούς– επίσημων προσευχών στα τζαμιά, οι οποίες συνοδεύονται από κηρύγματα και ευλογίες στις πολιτικές αρχές. Η προηγούμενη σύντομη περιγραφή αφορά τον λεγόμενο σουνιτικό ή ορθόδοξο ι., τον οποίο ακολουθεί η πλειονότητα των σημερινών μουσουλμάνων. Ωστόσο, ο ι. αναγκάστηκε να κάνει συμβιβασμούς με την πραγματικότητα· έτσι έχει αποδεχτεί στην πράξη την ύπαρξη πολλών μουσουλμανικών κρατών αντί της μίας και μοναδικής δημοκρατικής θεοκρατίας. Επίσης, από τον 9o αι. και έπειτα, ο ι. δέχτηκε ελληνικές νεοπλατωνικές και άλλες επιδράσεις και από τον 13ο αι. στους κόλπους του αναπτύχθηκε μια μυστικιστική τάση (σουφισμός) που επεδίωκε πιο άμεση επαφή με τον θεό, μέσω λατρευτικών τελετών και διαλογισμού, η οποία αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από τον επίσημο ι. Όμως για τον ι. είναι λιγότερο σημαντικό το να διατυπώσει κάποιος μια τολμηρή θεολογική θεωρία παρά να παραβεί μια διάταξη του νόμου. Γι’ αυτό και ο ι. δεν χαρακτηρίστηκε, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, από θεολογικούς διωγμούς, υπήρξε όμως άκαμπτος για τους παραβάτες της σαρία. Στον ι. πήρε ιδιαίτερα σημαντική θέση το πρόβλημα της διαμεσολάβησης του λόγου του Αλλάχ μετά τον θάνατο του τελευταίου προφήτη, του Μωάμεθ. Οι διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το πρόβλημα γέννησαν διάφορα σχίσματα και ποικίλες αιρέσεις ή ετερόδοξες ισλαμικές κοινότητες. Οι πιο σημαντικές είναι δύο: οι σουνίτες και οι σιίτες. Η σουνιτική απάντηση στο παραπάνω ζήτημα θεωρεί ενδιάμεσους τους νομομαθείς, οι οποίοι, κωδικοποιώντας την παράδοση και εφαρμόζοντας με σύνεση τη συναίνεση (ο Μωάμεθ είχε πει: «Η κοινότητά μου δεν θα συναινέσει ποτέ σε ένα σφάλμα») και τη λογική αναλογία, έδωσαν έναν νόμο που ισχύει για πάντα. Στον αντίποδα, μια άλλη ισλαμική κοινότητα, οι σιίτες (από το σία = μερίδα, κόμμα, δηλαδή «κόμμα του Αλή», γαμπρού και εξαδέλφου του Προφήτη, τον οποίο σέβονται άλλωστε εξαιρετικά και οι σουνίτες) θεωρούν τους κατά σάρκα διαδόχους του Προφήτη συνεχιστές του θεϊκού λόγου. Η πιο διαδεδομένη μορφή σιιτισμού είναι ο λεγόμενος δωδεκαπλός, που παραδέχεται δηλαδή δώδεκα νόμιμους ιμάμηδες με απόλυτη αυθεντία ως προς τη διδασκαλία και με άψογο βίο, μετά τον Προφήτη. Η τάση αυτή έγινε επίσημη θρησκεία της Περσίας τον 16o αι. Επειδή όμως ο τελευταίος ιμάμης «εξαφανίστηκε» ήδη από τον 9o αι., το πρόβλημα στην πράξη παραμένει το ίδιο τόσο για τους σουνίτες όσο και για τους σιίτες, εκτός από μια ανεπτυγμένη εσχατολογία: ο ιμάμης που εξαφανίστηκε είναι ο «αναμενόμενος», που θα έλθει στους έσχατους καιρούς. Ο σημερινός αριθμός των μουσουλμάνων υπολογίζεται σε περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο σε όλο τον κόσμο, το ένα πέμπτο από τους οποίους είναι Άραβες. Το μεγαλύτερο μουσουλμανικό κράτος στον κόσμο, από την άποψη του αριθμού των πιστών, είναι η Ινδονησία και ακολουθεί το Πακιστάν. Η Ινδία έχει επίσης έναν από τους μεγαλύτερους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, αν και ο ι. δεν είναι η επίσημη θρησκεία του κράτους. Από τα υπόλοιπα κράτη της Ασίας ο ι. είναι η κύρια θρησκεία στη Μαλαισία, στο Μπανγκλαντές, στο Αφγανιστάν, σε πολλές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ, όπως το Αζερμπαϊτζάν, το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν κ.ά. Επίσης, είναι κυρίαρχη θρησκεία στα κράτη της Μέσης Ανατολής: στην Ιορδανία, στη Συρία, στο Ιράκ, στο Ιράν, στις χώρες της Αραβικής χερσονήσου (Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κλπ.) και στην Τουρκία. Σε ό,τι αφορά τις αφρικανικές χώρες, ο ι. είναι η κύρια θρησκεία στην Αίγυπτο, στην Αλγερία, στην Τυνησία, στο Τζιμπουτί, στην Γκάμπια, στη Γουινέα, στο Μαρόκο, στο Μαλί, στη Μαυριτανία, στη Νιγηρία, στη Σενεγάλη, στη Σομαλία και στο Σουδάν. Στην Ευρώπη είναι η επίσημη θρησκεία της Αλβανίας και επικρατούσα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Φιλοσοφία. Η φιλοσοφική σκέψη εμφανίστηκε στο περιβάλλον του ισλαμικού πολιτισμού αφότου οι Άραβες, καταλαμβάνοντας κατά την προέλασή τους τη Συρία και τη Μεσοποταμία, ήρθαν σε επαφή με κέντρα ανεπτυγμένου πνευματικού πολιτισμού όπου προϋπήρχε –και από μερικές απόψεις συνεχιζόταν και αναπτυσσόταν– η φιλοσοφική και επιστημονική παράδοση του ελληνιστικού κόσμου. Κατά τα τέλη του 8ου αι. και στις αρχές του επόμενου, οι σχολές του ι. είχαν στη διάθεσή τους –με απευθείας μεταφράσεις από την ελληνική ή, συχνότερα, με μεταφράσεις από τα συριακά– βασικά κείμενα της ελληνικής επιστήμης (ιατρικά, μαθηματικά, αστρονομικά) και φιλοσοφίας (έργα του Αριστοτέλη και άλλα που αποδίδονταν στον Αριστοτέλη, στην πραγματικότητα όμως ήταν μεταγενέστερες επεξεργασίες, κυρίως νεοπλατωνικές). Η διείσδυση της ελληνικής, αριστοτελικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφικής παράδοσης στον θρησκευτικό ισλαμικό πολιτισμό προκάλεσε γρήγορα δυσπιστία, αντιθέσεις και συζητήσεις ως προς τη δυνατότητα συμφιλίωσης της σκέψης των Ελλήνων με την αποκάλυψη του Κορανίου. Τέθηκε έτσι το ζήτημα που από τότε εμφανίζεται συνεχώς στην ιστορία της μουσουλμανικής σκέψης, της σχέσης δηλαδή μεταξύ της εξ αποκαλύψεως αλήθειας και της ορθολογικής επιστημονικής έρευνας. Η πρώτη μεγάλη φιλοσοφική προσωπικότητα του ισλαμικού κόσμου ήταν ο Αλ-Κίντι (9ος αι.), ο λεγόμενος φιλόσοφος των Αράβων, γιατί δεν ήταν μόνο μουσουλμάνος αλλά επίσης ανήκε στην αραβική φυλή. Ο Κίντι, μέσα από την αριστοτελική φιλοσοφία, υιοθέτησε τη θεωρία της εκπόρευσης του Πλωτίνου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τη συμβιβάσει με τη θρησκευτική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου. Άλλος σημαντικός φιλόσοφος του ι. υπήρξε ο Αλ-Φαράμπι (10ος αι.), καθηγητής στη Βαγδάτη, του οποίου οι φιλοσοφικές απόψεις ήταν καθαρά επηρεασμένες από τον νεοπλατωνισμό. Με το έργο του προσπάθησε να συμβιβάσει τη φιλοσοφική και την επιστημονική έρευνα με τον θεμελιώδη θρησκευτικό χαρακτήρα του ισλαμικού πολιτισμού. Για τον Αλ-Φαράμπι η ύπαρξη του κόσμου είναι πάντοτε επισφαλής, με την έννοια ότι τα δημιουργήματα, επειδή εξαρτώνται από τη θεία παντοδυναμία, μπορούν ανά πάσα στιγμή να πάψουν να υπάρχουν: μόνο ο θεός, με την τέλεια σύμπτωση ύπαρξης και ουσίας, έχει τον αναγκαίο λόγο και την αιτία της ύπαρξής του. Η θρησκευτική έμπνευση της σκέψης του Αλ-Φαράμπι είναι φανερή και στις πολιτικές του αντιλήψεις, οι οποίες έχουν επηρεαστεί από τις πολιτικές θεωρίες του Πλάτωνα. Αφού σκοπός της ανθρωπότητας είναι μια υπεργήινη ευδαιμονία, ο Αλ-Φαράμπι προτείνει ως υπόδειγμα μια μοναδική ανθρώπινη κοινότητα, η οποία υπό την ηγεσία του χαλίφη-φιλοσόφου (αντίστοιχου προς τον βασιλιά-φιλόσοφο της πλατωνικής πολιτείας) θα εξασφαλίζει την επίγεια διαβίωση, αλλά ταυτόχρονα και πάνω απ’ όλα θα προετοιμάζει τα πνεύματα για τη μακαριότητα της άλλης ζωής. Όμως, η πρώτη μεγάλη θεωρητική συνθετική εργασία του ισλαμικού κόσμου υπήρξε το έργο του Αβικέννα (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.), που ήταν διάσημος στην εποχή του προπάντων ως γιατρός. Στα πολυάριθμα έργα του (ανάμεσα στα οποία είναι και η Αλ-Σιφά, είδος φιλοσοφικής εγκυκλοπαίδειας), ο Αβικέννας επεξεργάστηκε και ανέπτυξε συστηματικά την αριστοτελική φιλοσοφία, στην οποία εισήγαγε και θεμελιώδεις διδασκαλίες του νεοπλατωνισμού, αλλά και μυστικιστικές διδασκαλίες καθαρά ισλαμικές. Για τον Αβικέννα, η πραγματικότητα είναι η σύνθεση μιας αναγκαίας αλληλουχίας όντων με ιεραρχική διάταξη. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται σύμφωνα με έναν αμετάβλητο νόμο και παρότι κινείται από τον θεό, δεν προέρχεται από μια πράξη θεϊκής βούλησης ή εκλογής. Διδασκαλίες όπως του Αβικέννα, οι οποίες, υιοθετώντας απόψεις από την αριστοτελική και τη νεοπλατωνική φιλοσοφία, κατέληγαν να παρουσιάζουν τον κόσμο ως αναγκαίο και αιώνιο και κατά συνέπεια να παραμερίζουν τη θρησκευτική διδασκαλία δημιουργίας του κόσμου, ήταν επόμενο να προκαλέσουν στο περιβάλλον της στενής ισλαμικής ορθοδοξίας ισχυρές αντιδράσεις κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία είχε γίνει ευρύτατα αποδεκτή μεταξύ των διανοουμένων του Ισλάμ. Χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή είναι οι σκέψεις του Αλ-Γκαζάλι (αρχές 11ου αι.), συγγραφέα των έργων Η καταστροφή των φιλοσόφων και Αποκατάσταση των θρησκευτικών επιστημών, ο οποίος προσπάθησε να συμφιλιώσει τη μυστικιστική προσέγγιση της ενότητας με τον θεό με το ορθόδοξο Ισλάμ. Η αριστοτελική όμως φιλοσοφία και γενικότερα η φιλοσοφία ως καθαρή ορθολογική έρευνα έμελλε να βρουν τον επόμενο αιώνα τον πιο ριζοσπαστικό υποστηρικτή τους στο πρόσωπο ενός Άραβα της Ισπανίας, του Ιμπν Ρουσντ (12ος αι.), του Αβερρόη κατά τους Ευρωπαίους, ο οποίος διώχτηκε για τις φιλελεύθερες φιλοσοφικές του ιδέες. Ο Αβερρόης προσπάθησε να διατηρήσει διακριτές τις σφαίρες της φιλοσοφίας και της θεολογίας, του ορθού λόγου και του Κορανίου, έτσι ώστε να μπορεί να έχει πλήρη αυτονομία στην ορθολογική έρευνα σε σχέση με τη θεολογία και τη θρησκευτική αυθεντία. Αντίθετα με την τυφλή πίστη του Αλ-Γκαζάλι, ο Αβερρόης υποστήριζε, με βάση τις αριστοτελικές αντιλήψεις, ότι είναι δυνατή η ορθολογική κατανόηση της φύσης και κατά συνέπεια της επιστήμης της φύσης. Για τον Αβερρόη, δεν μπορούν να υπάρχουν αντιφάσεις μεταξύ της επιστημονικής γνώσης και της αποκάλυψης του Κορανίου, αν και εξαιτίας της υψηλότατης εκτίμησης που είχε για τον ορθό λόγο, επιστήμη και φιλοσοφία βρίσκονταν γι’ αυτόν υψηλότερα από τη θεολογία, στην οποία ανήκει η αληθοφανής ή πιθανή ερμηνεία του Κορανίου. Επιστήμη και φιλοσοφία, εισδύοντας στην άκαμπτη αναγκαιότητα με την οποία εξελίσσεται η πορεία του σύμπαντος, οδηγούν στην πιο καθαρή σύλληψη της ουσίας του θεού. Οδηγός και στη γνώση της φύσης και στη λύση των φιλοσοφικών προβλημάτων είναι ο Αριστοτέλης, του οποίου η διδασκαλία συμπίπτει, κατά τον Αβερρόη, με την υπέρτατη αλήθεια. Με την αριστοτελική καθοδήγηση και με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό στο Κοράνι, ο Αβερρόης πρότεινε την ιδέα ενός αιώνιου και αμετάβλητου κόσμου, που κατευθύνεται από μια απόλυτη αναγκαιότητα, όπου δεν βρίσκει πλέον θέση η ατομική αθανασία. Μοναδική μορφή αθανασίας που παρέχεται στον άνθρωπο είναι η συμμετοχή (μόνο λίγων) στο υπερατομικό και αιώνιο βασίλειο της επιστήμης. Δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή η αναζωπύρωση και η εξέλιξη του πνευματικού πολιτισμού της Δύσης κατά τον 12o και 13o αι. αν δεν έχουμε υπόψη τη συνεισφορά της μουσουλμανικής επιστήμης και φιλοσοφίας· όμως, ιδιαίτερα στον Αβερρόη, στη φωτεινή και ένθερμη υποστήριξη και έξαρση του λογικού και στην αυστηρά ορθολογική τοποθέτηση των διδασκαλιών του, η χριστιανική Δύση οφείλει την αντίληψη ότι η γνώση πρέπει να στηρίζεται μόνο στη δύναμη του ανθρώπινου λογικού, τελείως ανεξάρτητα από την παράδοση που επικρατούσε και τη θεολογική αυθεντία. Λογοτεχνία. Τα πρώτα κείμενα της αραβικής φιλολογίας ήταν ποιητικά έργα. Η ποίηση άνθησε στις αυλές δύο μικρών βασιλείων, των Γασανιδών στα συροπαλαιστινιακά σύνορα και των Λαχμιδών της Αλ-Χίρα, στην άλλη άκρη της συριακής ερήμου, κοντά στην αραβοκεντρική ομοσπονδία της Αλ-Κίντα (6ος αι.). Πρόκειται για μια ποίηση λυρική, σατιρική και βακχική κυρίως, της οποίας τα θέματα αντικατοπτρίζουν τη ζωή και το περιβάλλον των Βεδουίνων. Το τυπικό ποιητικό είδος της εποχής εκείνης, που εξακολούθησε να κατέχει σημαντική θέση και κατά τους επόμενους αιώνες, ήταν η κασίντα (από το ρήμα κασάντα = αποσκοπώ σε κάτι) που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως ωδή με κάποιον σκοπό. Η ωδή αυτή, της οποίας το μήκος ποίκιλλε, είχε μια συγκεκριμένη μορφή: άρχιζε με ένα θέμα αγαπητό στον Άραβα της ερήμου (ανάμνηση της αγαπημένης, περιγραφή των αλόγων ή των καμηλών κ.ά.), στο οποίο παρεμβαλλόταν ο πραγματικός πυρήνας της σύνθεσης, που μπορούσε να ήταν έπαινος σε κάποιον, μια σάτιρα, μια ελεγεία, μια προτροπή σε αγώνα κ.ά. Οι σπουδαιότερες ωδές ονομάζονταν μου αλακάτ, δηλαδή «κρεμασμένες». Πράγματι, τις κρεμούσαν ως υπόδειγμα ποίησης στον ιερό περίβολο του παναραβικού προσκυνήματος της Κάαβα. Οι σπουδαιότεροι ποιητές του είδους αυτού ήταν οι Ίμρούλ-Κάις, Τάραφα, Αμρ μπεν Κουλθούμ, Χάριτ μπεν Χιλίζα, Ανάρα Λαμπίντ, Ζουχάιρ και οι δύο περίφημοι ποιητές-ληστές Σανφάρα και Τα-άμπατα Σάραν. Η επόμενη περίοδος άρχισε με το έργο του Μωάμεθ, του οποίου το Κοράνι –η κυρίως «ανάγνωση»– αποτελεί νεωτερισμό τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, που είναι προσαρμοσμένη στη ρυθμική πρόζα, χαρακτηριστική της αφηγηματικής τέχνης των Βεδουίνων. Ο Μωάμεθ εμφανίζεται ως μεγάλος ποιητής και στα αυτοσχέδια σούρα (κεφάλαια του Κορανίου), πλούσια σε θρησκευτική έμπνευση. Από τους άλλους ποιητές, σύγχρονους του Μωάμεθ, που συνέχισαν τη βεδουινική λυρική, ελεγειακή και σατιρική παράδοση, αξιοσημείωτοι ήταν η Αλ-Χάνσα, γνωστή για τις ελεγείες της, ο Μουτάμιν μπεν Νουάιρα, ο Κάαμπ μπεν Ζουχάιρ, ο οποίος γλίτωσε τη θανατική καταδίκη χάρη στο εγκωμιαστικό ποίημα που αφιέρωσε στον Μωάμεθ, και οι βακχικοί Αλ-Αασά και Αμπού Μιχτζιάν. Την εποχή των Ομεϊάδων χαλίφηδων (661-750), οι Βεδουίνοι ήρθαν σε επαφή με τους αρχαιότατους πολιτισμούς των χωρών που κατέκτησαν και από τη συνάντηση αυτή γεννήθηκε η πολιτική σάτιρα και ποίηση στις νεομουσουλμανικές χώρες της Συρίας και του Ιράκ, όπου εξακολουθούσαν να καλλιεργούν την προηγούμενη ερωτική λυρική ποίηση. Μεταξύ των ερωτικών ποιητών συγκαταλέγονται ο Ούμαρ μπεν Αμπί Ραμπία, που ανήκε στην ίδια φυλή με τον Μωάμεθ, ο τολμηρός Αλ-Αχουάς και ο περίφημος Κάις μπεν Μουλαουάχ, ο επονομαζόμενος τρελός για τον άτυχο έρωτά του με τη Λάιλα, ο οποίος τον οδήγησε στον θάνατο. Μεταξύ των σατιρικών ποιητών ξεχωρίζουν οι τρεις αντίπαλοι: ο Αλ-Αχτάλ, χριστιανός αλλά φίλος των χαλίφηδων, ο Τζαρίρ, ποιητής της αυλής, και ο Φαραζντάκ. Στην ίδια εποχή των ανταγωνιζόμενων φατριών ανήκουν τα βακχικά ποιήματα του χαλίφη Αλ-Ουαλίντ Β’ και του σύγχρονού του Άντι μπεν Ζαΐντ, καθώς και οι ελεγείες της Λάιλα αλ-Αχιαλίγια. Την εποχή του χαλιφάτου των Αββασιδών (747-1258), ενώ ο μουσουλμανικός κόσμος έπαυε να είναι αποκλειστικά αραβικός και είχε διασπαστεί σε πολυάριθμα βασίλεια και εμιράτα, η αραβική γλώσσα έγινε αντίθετα όργανο έκφρασης ενός σύνθετου πολιτισμού, στον οποίο συγχωνεύτηκαν στοιχεία διαφορετικής προέλευσης, κυρίως περσικής, συριακής και ελληνορωμαϊκής. Η φιλολογία απέκτησε έτσι νέα φιλοσοφικά, θρησκευτικά, μυστικιστικά και ιστορικά είδη, τα οποία υποσκέλισαν αυτά των προηγούμενων περιόδων. Εκδηλώθηκε τότε μια νέα, κατά κάποιον τρόπο αιρετική και περισσότερο μυστικιστική τάση (ζαντάκα), η οποία πήρε στη συνέχεια πιο συγκεκριμένη μορφή στον αραβοπερσικό μυστικισμό του σουφισμού. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποί της υπήρξαν ο Άραβας Μουτί μπεν Ιγιάς, ο Πέρσης Μπασάρ μπεν Μπουρντ (ο οποίος γνώρισε μαρτυρικό θάνατο για τις αιρετικές ιδέες του το 783) και ο μεγάλος λυρικός ποιητής Αμπού Νουάς, ο οποίος διέπρεψε στην αυλή του Χαρούν αλ-Ρασίντ και υπήρξε ο πιο εκλεπτυσμένος ποιητής της εποχής του. Στο αραβικό νέο στιλ της περιόδου εκείνης ανήκουν ο Αμπούλ-Αταχίγια, γνωστός για τα μυστικιστικά ποιήματά του, και ο ηγεμόνας Ίμπνουλ-Μουτάζ, συνθέτης μιας επικής κασίντα και μιας πραγματείας για τη ρητορική. Την ίδια εποχή, στη Συρία ξεχώρισαν τα ονόματα του Αλ-Μουτανάμπι (915-965), τον οποίο οι Άραβες θεωρούν ως τον μεγαλύτερο κλασικό ποιητή, του Φιράς αλ-Χαμντάνι, ποιητή-στρατιώτη, και του μεγάλου μυστικιστή Αμπούλ-Αλά αλ-Μάαρι (973-1057), ο οποίος ήταν τυφλός, συνθέτη δύο ποιητικών συλλογών που διακρίνονται για το ψυχολογικό τους βάθος (όπως άλλωστε και η επιστολή του Το γράμμα της συγγνώμης, εξωγήινο ταξίδι στο οποίο οι αρχαίοι προϊσλαμικοί ποιητές συγχωρούνταν και γίνονταν δεκτοί στον παράδεισο). Η πεζογραφία εκείνης της περιόδου διακρίνεται σε τρία είδη: α) στην αρχαία ρυθμική πεζογραφία, χαρακτηριστική των λογοτεχνικών επιστολών (ρισαλάτ), είδος στο οποίο διακρίθηκε ο Αλ-Μάαρι, και των δημηγοριών (χούτμπα)· β) στην πεζογραφία του σχεδιάσματος (μακάμα), εκλεπτυσμένο προϊόν του αραβικού λογοτεχνικού πλούτου και της περσικής φαντασίας, που δημιούργησε ο Μπαντίζ-Ζαμάν Χαμαντάνι (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.)· γ) στη λογοτεχνική πρόζα (αντάμπ), εκπρόσωποι της οποίας ήταν ο Πέρσης Ιμπν αλ-Μουκάφα, ο οποίος έγραψε το περίφημο βιβλίο Καλίλα και Ντίμνα, πραγματεία ινδοπερσικού θέματος, και γνώρισε μαρτυρικό θάνατο ως αιρετικός το 759, ο πολυγραφότατος Αλ-Τζάχιζ, συγγραφέας πρωτότυπων έργων, όπως το Βιβλίο των ζώων, και ο ιστορικός Ιμπν Κουτάιμπα. Στην ίδια περίοδο ανήκουν ο Αμπούλ Φάρατζ αλ-Ισφαχάνι (897-967), συγγραφέας πολύτιμης ανθολογικής και βιογραφικής εγκυκλοπαίδειας της αρχαίας αραβικής ποίησης με τον τίτλο Βιβλίο των τραγουδιών, και ο Αλ-Ναντίμ, συγγραφέας σπουδαιότατου έργου με τον τίτλο Ίνδηξ, στο οποίο καταγράφονται όλα τα έως τότε δημοσιευμένα έργα στην αραβική γλώσσα. Το έργο των μεγάλων γραμματικών, μεταξύ των οποίων ο Πέρσης Σιμπαουάιχ και οι Άραβες Αμπούλ-Aσουάντ και Αλ-Ασμάι, είναι επηρεασμένο από την αριστοτελική λογική, ενώ η επιστημονική πεζογραφία αναπτύχθηκε από Άραβες και Πέρσες ιστοριογράφους και γεωγράφους. Μεγάλη εξάλλου ώθηση πήραν οι φιλοσοφικές μελέτες, οι οποίες, συνδεδεμένες αρχικά με την ελληνική σκέψη, εγκαινιάστηκαν με την εγκυκλοπαίδεια των Ιχουάν ας-σαφά (Αδελφών της Αγνότητας) και έφτασαν σε υψηλό βαθμό ανάπτυξης με τα συγγράμματα του Πέρση Ιμπν Σινά (Αβικέννα), συγγραφέα της Ίασης και της ιατρικής εγκυκλοπαίδειας Κανόνας της Ιατρικής, και του Ισπανού Ιμπν Ρουσντ (Αβερρόη), τα οποία επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μεσαιωνική φιλοσοφία της Δύσης. Οι συγγραφείς αυτοί ανήκουν στην τελευταία περίοδο της μεσαιωνικής αραβικής φιλολογίας, η οποία συμπίπτει με την παρακμή της δυναστείας των Aββασιδών. Μόνο στην Αίγυπτο, με τον Ιμπν Σανά, η ποίηση διατήρησε το υψηλό επίπεδο που είχε από την αρχή, ενώ στην Ισπανία, με τον Ιμπν Κουζμάν, νέα είδη, λαϊκής προέλευσης, πήραν θέση στη λογοτεχνία. Ο μυστικισμός και η φιλοσοφία τοποθετήθηκαν ξανά στο πλαίσιο της θρησκευτικής ορθοδοξίας με τον Πέρση Αλ-Γκαζάλι, εμφάνισαν όμως πρωτοτυπία με το έργο το Ισπανού Ιμπν Άραμπι της Μούρθια (μέσα 12ου αι.). Στον επιστημονικό τομέα, αξιόλογο κατά την εποχή εκείνη ήταν το έργο σπουδαίων ιστοριογράφων, όπως οι Μισκαουάιχ, Αλ-Κίφτι και Ιμπν Χαλικάν, του γεωγράφου Αλ-Ιντρίσι και του μεγάλου φιλολόγου Ιμπν Μάλικ. Ο Αλ-Χαρίρι από τη Βασόρα έφτασε με τις μακάμα του στον ύψιστο βαθμό τελειότητας. Από εκεί και πέρα όμως επρόκειτο για δεξιοτεχνικές επιδείξεις και επαναλήψεις προηγούμενων προτύπων, στα οποία η αραβική φιλολογία εξάντλησε τη ζωτικότητά της, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή της Βαγδάτης –που ήταν το επίκεντρό της– από τους Μογγόλους (1258) και τη μετέπειτα τουρκική κυριαρχία, που έπνιξε κάθε πρωτοτυπία στις χώρες του αραβικού ι. Στους τομείς της ιστοριογραφίας και της γεωγραφίας η παραγωγή διατηρήθηκε ζωντανή για δύο αιώνες, με το έργο του Αμπούλ-Φιντά από τη Δαμασκό, του Ιμπν Μπατούτα από την Ταγγέρη, του Τυνήσιου Ιμπν Χαλντούν και του Αιγύπτιου Αλ-Σουγιούτι, που ήταν όλοι τους συγγραφείς μεγάλης αξίας. Την ίδια εποχή άνθησε η αφηγηματική λογοτεχνία, που έχει παλαιά ινδοπερσική καταγωγή, με τα περίφημα έργα Χίλιες και μία νύχτες και Βίος του Αντάρ, όπου περιγράφονται οι θρυλικές περιπέτειες του αρχαίου Βεδουίνου ποιητή Αντάρ. Η αφύπνιση της αραβικής φιλολογίας έγινε στη σύγχρονη εποχή με την επίδραση των ευρωπαϊκών προτύπων και της πολιτικής αναγέννησης των νεότερων αραβικών κρατών. Η Αίγυπτος και η Συρία (μαζί με τον Λίβανο και την Ιορδανία) είναι επικεφαλής της αφύπνισης αυτής, της οποίας οι κυριότεροι εκπρόσωποι είναι οι Νασίφ αλ-Γιαζίτζι, Μπούτρος Μπουστάνι, Τζιουρτζί Ζαϊντάν και οι αδελφοί Ταϊμούρ. Δίπλα σε αυτούς, οι οποίοι είναι συρολιβανικής καταγωγής, άξιοι μνείας είναι ο ποιητής Σάμι αλ-Μπαρούντι, ο μυθιστοριογράφος Σάουκι και ο στοχαστής και συγγραφέας Ταχά Χουσαΐν. Αυτή η αναγέννηση της αραβικής φιλολογίας και γλώσσας συνέβη παράλληλα με την ανάπτυξη της δημοσιογραφίας και τους αγώνες για την ανεξαρτησία, υπό την επίδραση της Ευρώπης. Πράγματι, ο Ναπολέων υπήρξε ο πρώτος που φρόντισε να εκδοθεί εφημερίδα στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής (1799-1801). Μισό αιώνα αργότερα (1854) εκδόθηκαν οι πρώτες αραβικές εφημερίδες στην Κωνσταντινούπολη, από τους Συρολιβανέζους Χασούνα και Χαλίλ Χούρι, οι οποίες όμως σύντομα έκλεισαν, εξαιτίας της τουρκικής λογοκρισίας. Στη δυτική Ευρώπη, και συγκεκριμένα στο Λονδίνο και στο Παρίσι, ο αραβικός Τύπος περιλάμβανε, μεταξύ 1874 και 1886, δέκα εφημερίδες και 32 περιοδικά που εκδίδονταν από εξόριστους. Από τις εφημερίδες αυτές αξίζει να αναφερθεί η εφημερίδα του Αιγύπτιου πολιτικού και στοχαστή Μουχ Αμπντόχ. Δεκαέξι δημοσιογράφοι, συγγραφείς και διευθυντές εφημερίδων έχασαν τη ζωή τους στην αγχόνη κατά τη διάρκεια του αγώνα της Συρίας και του Λιβάνου εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας, το τέλος της οποίας σήμαινε, μεταξύ άλλων, για τις χώρες αυτές μια τεράστια ανάπτυξη του Τύπου. Σπουδαιότατη υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, η συμβολή του Τύπου στην αφύπνιση της ενωτικής συνείδησης στις αραβόφωνες χώρες και στη συνακόλουθη επανεκτίμηση της αρχαίας κλασικής γλώσσας, η οποία προσαρμόστηκε στις σύγχρονες ανάγκες. Τέχνη. Τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της ισλαμικής τέχνης και αρχιτεκτονικής, η καλλιτεχνική διακόσμηση και η μορφή των θρησκευτικών κτιρίων έχουν την καταγωγή τους στις απαρχές της θρησκευτικής παράδοσης και στο Κοράνι. Η ανάγκη κατασκευής μνημειακών θρησκευτικών κτιρίων, ικανών να παραβληθούν με τις λαμπρές χριστιανικές εκκλησίες και τους αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς, παρουσιάστηκε στον ι. μόνο κατά το τέλος του 7ου αι. μ.Χ., όταν η δυναστεία των Ομεϊάδων μετέφερε την πρωτεύουσα του χαλιφάτου στη Δαμασκό. Τα πρώτα ισλαμικά κτίρια, αν και επηρεασμένα από την ελληνιστική, τη σασσανιδική και την κοπτική τέχνη, έχουν ορισμένους ιδιαίτερους χαρακτήρες, όπως είναι το σχήμα του τζαμιού, το οποίο επινοήθηκε ειδικά για την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων της λατρείας. Για πολλούς αιώνες, με την εκπληκτική πολιτιστική ομοιομορφία την οποία ο ι. κατόρθωσε να επιβάλει στους οπαδούς του, η καλλιτεχνική έκφραση των μουσουλμανικών χωρών δεν παρουσίασε τοπικές ή εθνικές μορφολογικές διαφορές. Ορισμένες παραλλαγές των γενικών κατευθύνσεων οφείλονται στις ιδιαίτερες προτιμήσεις των δυναστειών και είναι εντελώς άσχετες προς τον γεωγραφικό ή τον φυλετικό παράγοντα. Έτσι, στη Μαγκρίμπ και στην Ανδαλουσία, έδρες των τελευταίων Ομεϊάδων, η ομεϊαδική τέχνη διατηρήθηκε έως τον 11o αι., ενώ στον υπόλοιπο ισλαμικό κόσμο είχε υποκατασταθεί από την τέχνη των Αββασιδών, των Φατιμιδών και των Σελτζουκιδών. Μόνο στις αρχές της νεότερης εποχής (16ος αι.) εμφανίζονται αυτόνομα τοπικά καλλιτεχνικά ρεύματα στην Περσία, στην Ινδία και στην Τουρκία. Τζαμιά. Το κυριότερο μουσουλμανικό θρησκευτικό κτίριο, το τζαμί, δεν είχε αποκλειστικά λατρευτικό προορισμό, αλλά ήταν και τόπος συγκέντρωσης των πιστών. Εκεί γίνονταν οι συζητήσεις των κρατικών υποθέσεων, η ανάγνωση της επίσημης αλληλογραφίας, η διδασκαλία και η απονομή της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό τον λόγο επικοινωνούσε συχνά με το ανάκτορο και είχε στο εσωτερικό έναν περιφραγμένο χώρο (μακαούρα), όπου ο αρχηγός μπορούσε να προσεύχεται απομονωμένος από τους υπόλοιπους πιστούς. Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του τζαμιού είναι ο τρούλος και οι μιναρέδες, οι πυργίσκοι απ’ όπου οι μουεζίνηδες (οι μουσουλμάνοι ιερείς) καλούν τους πιστούς για προσευχή. Μαυσωλεία. Τα ταφικά μνημεία είναι από τα πιο αξιόλογα και διαδεδομένα κτίρια σε όλο τον ι. Δεν υπάρχουν τεκμήρια της πρώτης μουσουλμανικής περιόδου, επειδή ο Προφήτης είχε προστάξει την ταφή στο ύψος του εδάφους, απαγορεύοντας ακόμη και τους συνηθισμένους τύμβους. Από τον 10o αι. όμως τα ταφικά μνημεία άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Τα παλιότερα είναι απλοί αστεροειδείς ή κυκλικοί πύργοι με ραβδωτό κορμό και κωνική στέγη, εμπνευσμένοι από τις σκηνές των Τούρκων ηγεμόνων που πρώτοι τους κατασκεύασαν. Πολύ γρήγορα εξελίχθηκαν σε περίτεχνα και επιβλητικά οικοδομήματα, όπως τα περίφημα μαυσωλεία του Ολτζετού Χονταμπάντα στη Σουλτανίγια και του Ταμερλάνου στη Σαμαρκάνδη, με τους τεράστιους βολβοειδείς τρούλους. Τα ωραιότερα μαυσωλεία της Αιγύπτου είναι των Μαμελούκων στο Κάιρο, ολόκληρα κτιριακά συγκροτήματα που περιλαμβάνουν τζαμιά, μοναστήρια και σχολεία. Χαρακτηριστικά δείγματα είναι τα μαυσωλεία των σουλτάνων Καλαούν (1284) και Χασάν (1356-63). Στην Ινδία, τα μουσουλμανικά μαυσωλεία του 14ου αι. είναι πραγματικά ταφικά φρούρια με τοξοστοιχίες και αμυντικούς πύργους, όπως το μαυσωλείο του Τουγλάκ έξω από το Δελχί. Στη μογγολική περίοδο, αν και διατηρήθηκαν οι επιβλητικές διαστάσεις, τα μαυσωλεία έγιναν κομψότερα και πλουτίστηκαν με περίπτερα, οξυκόρυφες τοξοστοιχίες, κόγχες, προθαλάμους και τρούλους από λεπτό μάρμαρο. Παλάτια. Οι πρώτοι χαλίφηδες συνήθιζαν να χτίζουν παλάτια στις ερήμους της Ιορδανίας ή της Συρίας, με πρότυπα τα ρωμαϊκά συνοριακά οχυρά που υπήρχαν ακόμη. Το γνωστότερο από αυτά τα παλάτια της ερήμου είναι το Αλ-Μσάτα, χωρισμένο σε τρεις ζώνες· η πρώτη περιλαμβάνει τα φυλάκια, τις αποθήκες και την αίθουσα της προσευχής, η δεύτερη την επίσημη αυλή και την αίθουσα του θρόνου, και η τελευταία τα ιδιωτικά διαμερίσματα του χαλίφη. Στα παλάτια της Σαμάρας και της Μπαλκουουάρα το αρχικό σχέδιο είναι εμπλουτισμένο με πύργους και κατοικίες. Τα ανάκτορα της Βαγδάτης, της Φοστάτης (αρχικού πυρήνα του Καΐρου) και της Κόρντομπα έχουν σχεδόν ολότελα καταστραφεί. Τα ανάκτορα των Φατιμιδών είναι γνωστά μόνο από περιγραφές, κι αυτές όχι ιδιαίτερα πειστικές. Στη Σικελία όμως διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση η Κούμπα και η Ξίρα, δύο ανακτορικά περίπτερα που ανάγονται στο 1180. Τα λαμπρότερα δείγματα ανακτόρων χαλίφηδων βρίσκονται στη μαυριτανική Ισπανία· είναι η Αλάμπρα στη Γρενάδα και το Αλκαζάρ στη Σεβίλη, το οποίο επεκτάθηκε από Μαυριτανούς αρχιτέκτονες για τον βασιλιά Πέτρο της Καστίλης, τον 14o αι. Η Αλάμπρα διατήρησε το τριμερές σχέδιο των ομεϊαδικών φρουρίων με τα κτιριακά συγκροτήματα συγκεντρωμένα γύρω από εσωτερικές αυλές, η ωραιότερη από τις οποίες είναι η αυλή με την Κρήνη των Λεόντων. Περίφημες είναι οι αίθουσες των δημόσιων ακροάσεων και οι ιδιωτικές αίθουσες του ηγεμόνα και της αυλής του. Στην Περσία προτιμήθηκε ένα είδος διαμονής λιγότερο μνημειακό, με μικρά ανάκτορα και πολυτελή περίπτερα διασκορπισμένα σε κήπους. Με αυτή την αντίληψη είναι κατασκευασμένα τα ανάκτορα των Σαφαβιδών στο Ισπαχάν και το φημισμένο περίπτερό τους, των σαράντα κιόνων, που έλκει την καταγωγή του από ανάλογα ξύλινα περίπτερα του Τουρκεστάν. Στην Κωνσταντινούπολη, η κατοικία των Οθωμανών σουλτάνων, έως τον 19ο αι., ήταν το ανάκτορο Τοπ Καπί Σεράι, χτισμένο πάνω στη βυζαντινή ακρόπολη. Τα μογγολικά ανάκτορα της Ινδίας διατηρούνται ακόμη σε καλή κατάσταση και διακρίνονται για την οργανικότητα του σχεδίου τους και τον επιτυχημένο συνδυασμό περσικών και ινδικών αρχιτεκτονικών στοιχείων. Από τα ωραιότερα δείγματα είναι το Λαλ Καλά (Ερυθρό Φρούριο) στην Άγκρα, τα ανάκτορα της Λαχόρης και τα ονομαστά ανάκτορα της Φατεχπούρ Σικρί. Κοσμική αρχιτεκτονική. Από τα κτίρια κοινής ωφελείας, τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον ισλαμικό κόσμο ήταν τα καταλύματα των καραβανιών (καραβάν-σεράι). Υπήρχαν σε όλες τις μεγάλες οδικές αρτηρίες και ήταν συνήθως οχυρωμένα οικοδομήματα, ικανά να προσφέρουν προστασία και στέγη στα καραβάνια. Μεγάλη σημασία είχαν επίσης οι αγορές, κτιριακά συγκροτήματα χωρισμένα σε τετράγωνους χώρους στεγασμένους με μικρούς τρούλους, καθώς και τα νοσοκομεία (μαριστάν). Περίφημο ήταν το νοσοκομείο που έχτισε στο Κάιρο ο σουλτάνος Καλαούν, το 1284, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τον 19ο αι. Μερικά δείγματα λουτρών (χαμάμ), κατασκευασμένα κατά τα πρότυπα των ρωμαϊκών, με αποδυτήρια, αίθουσες ψυχρών και θερμών λουτρών, υπάρχουν ακόμη στην Ανδαλουσία και στην Τουρκία. Το μεγαλοπρεπέστερο από αυτά (που χρονολογείται μεταξύ 14ου και 16ου αι.) βρίσκεται κοντά στη Βάρσα και χρησιμοποιείται ακόμη. Πόλεις. Λίγες ισλαμικές πόλεις σώζονται σήμερα, είναι όμως γνωστά τα σχέδια πολλών από περιγραφές ή ανασκαφές. Οι πρώτες πόλεις των Αράβων ήταν απλά περιτειχισμένα στρατόπεδα, που φιλοξενούσαν σκηνές για τη στέγαση των υπερασπιστών της πίστης. Αργότερα, η Βασόρα και η Κούφα στο Ιράκ χτίστηκαν με πιο οργανωμένο σχέδιο και περιλάμβαναν συνοικίες, αγορά και τζαμί. Ο Αββασίδης χαλίφης Αλ-Μανσούρ, όταν ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα Βαγδάτη, αποφάσισε να εφαρμόσει το κυκλικό σχέδιο, γνωστό ήδη στην Ανατολή από τη χεττιτική πόλη Ζινκίρλι και την πρωτεύουσα των Πάρθων Χάτρα. Ο γεωγράφος Αλ-Γιακούμπι περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το σχέδιο της Βαγδάτης, σημειώνοντας ακόμη και τα ονόματα των δρόμων που χώριζαν ακτινωτά τις διάφορες συνοικίες και συνέδεαν τον εξωτερικό περιφερειακό δρόμο με τον εσωτερικό. Ο εσωτερικός οδικός δακτύλιος άνοιγε με τοξοστοιχίες σε έναν τεράστιο ανοιχτό κεντρικό χώρο, όπου υπήρχαν το ανάκτορο του χαλίφη και το μεγάλο τέμενος. Ακόμη επιβλητικότερη θα πρέπει να ήταν η Σαμάρα, όπως απέδειξαν οι ανασκαφές των πρώτων δεκαετιών του 20ού αι., οι οποίες αποκάλυψαν μια περιοχή περίπου 30 τ. χλμ. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστό αν υπήρχε πραγματικό πολεοδομικό σχέδιο στην πόλη αυτή, η οποία μπορεί να θεωρηθεί μία από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις όλων των εποχών. Στην Ινδία η χαρακτηριστικότερη πόλη είναι η Φατεχπούρ Σικρί κοντά στην Άγκρα: χτίστηκε το 1569-72 από τον Άκμπαρ και κατοικήθηκε έως το 1583, αλλά η δυσκολία ύδρευσης επέβαλε την εγκατάλειψή της. Διακόσμηση. Γενικά, η μουσουλμανική αρχιτεκτονική έθεσε και αντιμετώπισε λίγα σημαντικά κατασκευαστικά προβλήματα. Το πρόβλημα της εκμετάλλευσης του χώρου λύθηκε μόνο κατά την οριζόντια διάταξη. Η τολμηρή κάθετη διάταξη δεν ενδιέφερε ποτέ τους αρχιτέκτονες του ι., αν εξαιρεθούν οι Οθωμανοί. Στην πραγματικότητα, οι μουσουλμάνοι αρχιτέκτονες επιδόθηκαν κυρίως σε διακοσμητικές αναζητήσεις και όχι στην επίλυση καθαρά αρχιτεκτονικών προβλημάτων. Και είναι αναμφισβήτητο ότι πέτυχαν εκπληκτικά αποτελέσματα στο είδος αυτό, όπως είναι η ψευδαισθητική προοπτική εντύπωση που δημιουργούν στη Γρενάδα οι σκηνογραφικές διαβαθμίσεις των επιπέδων μέσα σε έναν χώρο μάλλον στενό, τα χαριτωμένα τρίλοβα τόξα, οι κυψελοειδείς και σταλακτιτοειδείς διακοσμήσεις που χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη των ημιχωνίων στις γωνίες της βάσης των τρούλων (περίφημοι είναι οι σταλακτίτες στο Ντιβάν-ι-χας της Φατεχπούρ Σικρί), οι ψηφιδωτές διακοσμήσεις των δαπέδων και των τοίχων, τα φαγεντιανά πλακίδια που στόλιζαν τους τοίχους με απομιμήσεις σχεδίων χαλιών και οι καλλιτεχνικές επιγραφικές διακοσμήσεις. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα γεωμετρικά σχήματα, οι ρόδακες, τα μετάλλια, οι σειρές των μαργαριταριών, οι μαίανδροι και οι αστράγαλοι. Τα εμπνευσμένα από το φυτικό βασίλειο σχέδια έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στη διακόσμηση. Συχνά όμως οι κυματοειδείς, οι συμπλεκόμενοι ή σπειροειδείς βλαστοί αποτελούσαν ένα πρόσχημα για την επιστροφή στο γεωμετρικό σχέδιο και στα αραβουργήματα. Οι μορφές ανθρώπων και ζώων είναι γενικά σπάνιες, καθώς απαγορεύονται από το Κοράνι. Χρησιμοποιήθηκαν μερικές φορές στον περσικό χώρο, αλλά δεν είχαν ποτέ ιστορική ή ρεαλιστική σημασία και εκμηδενίζονται από την πληθώρα των φυτικών στοιχείων που τις περιβάλλουν. Η εντελώς χαρακτηριστική μουσουλμανική τέχνη της διακόσμησης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε τομείς της βιοτεχνικής παραγωγής όπως η ταπητουργία και η υαλουργία, δημιουργώντας παράδοση η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα, σε περιοχές του ισλαμικού κόσμου. Η ιστορία της ισλαμικής τέχνης τελειώνει ουσιαστικά τον 18ο αι., όταν οι επαφές με τη Δύση επηρέασαν βαθιά τις αισθητικές αντιλήψεις των μουσουλμανικών λαών και προκάλεσαν τον μαρασμό των τοπικών καλλιτεχνικών ρευμάτων. Επιστήμη. Η ανάπτυξη της ισλαμικής επιστήμης, αποτέλεσμα της αφομοίωσης και συγχώνευσης των διαφόρων προηγούμενων στοιχείων (κλασική ελληνική, περσική και μεσοποταμιακή παράδοση, με συμβολή των Ινδιών και της Κίνας), εμφανίστηκε από το δεύτερο μισό του 8ου αι. στις ανατολικές χώρες, ενώ στις δυτικές –και κυρίως στην Ισπανία– διαδόθηκε περίπου δύο αιώνες αργότερα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ισλαμικής επιστήμης σε σχέση με την επιστήμη των κλασικών χρόνων είναι το αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για τα πρακτικά προβλήματα και τις τεχνικές εφαρμογές. Αλχημιστές όπως ο Τζιαμπίρ (760;-815) και ο Ραζής (865-925), πέρα από τις αντιλήψεις τους σχετικά με την ύλη, εμφανίζονται μέσα από τα συγγράμματά τους να κατέχουν σημαντικές γνώσεις για πολυάριθμες χημικές διεργασίες. Στον Ραζή επίσης οφείλονται και τα πρώτα πρωτότυπα έργα για την ισλαμική ιατρική, τα οποία αποδεικνύουν την πολυμάθεια του συγγραφέα τους, αφού περιέχουν την πρώτη εμπεριστατωμένη περιγραφή της ευλογιάς και της ιλαράς. Μεγάλη επίδραση άσκησε στη μεσαιωνική Ευρώπη ο Κανόνας της Ιατρικής του Αβικέννα (980-1037), πλήρης σύνοψη της ισλαμικής ιατρικής. Στον τομέα των μαθηματικών δεν μπορεί να γίνει λόγος για πρωτότυπη εισφορά των Αράβων, οι οποίοι όσον αφορά τη γεωμετρία ακολούθησαν τους Έλληνες και όσον αφορά την άλγεβρα τους Ινδούς. Αντίθετα, αξιοσημείωτη υπήρξε η προσπάθεια για την εφαρμογή των μαθηματικών στη λύση των προβλημάτων της φυσικής και της αστρονομίας. Η σπουδαιότερη συμβολή της ισλαμικής επιστήμης στη φυσική αφορά τον τομέα της οπτικής. Σε αυτό το θέμα, ο Αλχάζεν (965-1038), μαθηματικός περσικής καταγωγής που έζησε στο Κάιρο, παρέδωσε έργο αρκετά ανώτερο από τα αντίστοιχα ελληνικά. Στο ομώνυμο σύγγραμμά του, την Οπτική, η οποία επηρέασε αργότερα τον Κέπλερ και τον Καρτέσιο, παρουσιάζει μια πιο ικανοποιητική ερμηνεία του φαινομένου της όρασης και διαπιστώνει τη λειτουργία του κρυσταλλοειδούς φακού. Ο Αλχάζεν μελέτησε επίσης την ανάκλαση και τη διάθλαση και μνημόνευσε πρώτος τον σκοτεινό θάλαμο. Η αστρονομία και η αστρολογία είχαν παράδοση χιλιετιών στις ανατολικές χώρες που κατέκτησαν οι Άραβες. Είναι ευτυχής εξέλιξη το ότι οι κατακτητές δεν διέκοψαν την παράδοση αυτή, αλλά αντίθετα παραχώρησαν νέα μέσα για την ανάπτυξή της, γεγονός που είχε εξαιρετική σπουδαιότητα για τη μετέπειτα ανάπτυξη της νεότερης αστρονομίας. Αν και αρκετά μεταγενέστερη και λιγότερο εντατική, η ανάπτυξη της επιστήμης στον δυτικό ισλαμικό κόσμο υπήρξε αξιοσημείωτη. Στον αστρονόμο Αρζαχέλ οφείλεται η σύνταξη των αλφονσείωνπινάκων (1080), ενώ ο Αλ-Μπιτρούτζιν υπήρξε ο πρόδρομος του Κοπέρνικου. Πίνακας από χρωματιστά φαγεντιανά πλακίδια με φυτικά θέματα, εκτελεσμένος από σχέδιο του Μιμάρ Σινάν (16ος αι.), αρχιτέκτονα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Ανάκτορο του Τοπκαπί, Κωνσταντινούπολη). Προμετωπίδα έργου του Αβικέννα, Πέρση φιλοσόφου και γιατρού, γνωστού κυρίως για το έργο του «Κανόνας της ιατρικής». Γυάλινα βάζα ισλαμικής τέχνης (φωτ. ΑΠΕ). Ελέφαντας από επίχρυσο μέταλλο, διακοσμημένος με ένθετους πολύτιμους λίθους, αντιπροσωπευτικό δείγμα ισλαμικής χρυσοχοϊκής (Θησαυροφυλάκιο των ανακτόρων του Τοπκαπί, Κωνσταντινούπολη). Έργο ισλαμικής τέχνης (φωτ. ΑΠΕ). Η ανατολική είσοδος του τζαμιού Ουάτ αλ Ισλάμ, γνωστή ως Αλάκ Νταρουάζα, εξαίρετο δείγμα ισλαμικής αρχιτεκτονικής στην Ινδία. Τα επιτύμβια μνημεία είναι τυπικές εκδηλώσεις της ισλαμικής τέχνης στην Ινδία. Στη φωτογραφία, το μαυσωλείο του ναβάβ Σαφντάρ Τζανκ στο Δελχί (18ος αι.). Στην Ισπανία η ισλαμική τέχνη δημιούργησε, σε χριστιανικό έδαφος, τον ρυθμό «μουντέχαρ». Στη φωτογραφία, το εσωτερικό του ναού της Σάντα Μαρία λα Μπλάνκα, του 13ου αι., στο Τολέδο. Παλαιστίνοι μουσουλμάνοι στο τζαμί Αλ Άκσα στην Ιερουσαλήμ (φωτ. ΑΠΕ). Μικρογραφία κώδικα του 15oυ αι., στην οποία απεικονίζεται ο Μωάμεθ να ανέρχεται στον παράδεισο oδηγούμενος από τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Το Κοράνι περιλαμβάνει αφηγήσεις που περιέχονται και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι). Τζαμί στο κέντρο της Καμπούλ (φωτ. ΑΠΕ). Οι νομοδιδάσκαλοι στον ισλαμισμό χαίρουν μεγάλου σεβασμού από τους πιστούς (φωτ. ΑΠΕ). Τον σεληνιακό μήνα του ραμαντάν οι μουσουλμάνοι νηστεύουν από το πρωί έως τη δύση του Ήλιου (φωτ. ΑΠΕ). Μια από τις θρησκευτικές εντολές του ισλαμισμού είναι το «χατζ» δηλαδή το προσκύνημα στον ιερό λίθο της Μέκκας (φωτ. ΑΠΕ). Παιδιά μελετούν το Κοράνι (φωτ. ΑΠΕ). Προσκυνητές στο τζαμί Τζαμά Μασίντ, στο Νέο Δελχί, κατά τη διάρκεια της γιορτής Έιντ-αλ-Άντχα (φωτ. ΑΠΕ). Σιίτες μουσουλμάνοι στο Μπαχρέιν, γιορτάζουν την ημέρα της Ασούρα, αφιερωμένη στον εγγονό του προφήτη Μωάμεθ, Ιμάμ Χουσεΐν (φωτ. ΑΠΕ). Μουσουλμάνοι πιστοί προσεύχονται στην ιερή πόλη της Μέκκας στη διάρκεια του ετήσιου προσκυνήματος (φωτ. ΑΠΕ). Μουσουλμάνοι λιθοβολούν την κολώνα-«σύμβολο του κακού», που βρίσκεται στη κοιλάδα Μίνα, κοντά στη Μέκκα (φωτ. ΑΠΕ). Προσευχή μουσουλμάνων από την Τζακάρτα της Ινδονησίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο
1. η θρησκεία που διδάχθηκε από τον Μωάμεθ, μωαμεθανισμός, μουσουλμανισμός
2. το σύνολο τών μωαμεθανών
3. ο πολιτισμός τών μωαμεθανικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. islamisme (< Ιslam + -isme). Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Αλεξανδρίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισλαμισμός — ο 1. η θρησκεία του Μωάμεθ, ο μωαμεθανισμός, ο μουσουλμανισμός. 2. το σύνολο των μωαμεθανικών λαών και ο πολιτισμός τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”